καβάτας

καβάτας
καβάτας, ὁ (Α)
(επίθ. τού Διός στη Λακωνία) αυτός που εμφανίζεται μέσα από βροντές και αστραπές, καταιβάτης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταιβάτης, με συγκοπή τού -ται- καθ' απλολογίαν (καται-βάτης αντί κατα-βάτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”